γνωστοποιούμαι

γνωστοποιούμαι
γνωστοποιούμαι, γνωστοποιήθηκα, γνωστοποιημένος βλ. πίν. 74 ,βλ. πίν. 75

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναγράφω — (Α ἀναγράφω) 1. χαράζω, γράφω σε στήλη 2. εγγράφω, καταχωρίζω νεοελλ. παθ. γνωστοποιούμαι μέσω τού τύπου, δημοσιεύομαι αρχ. 1. γράφω, κάνω μνεία, περιγράφω (διεξοδικά ή σε γενικές γραμμές) 2. δίνω τίτλο σε κάποιο έργο, τιτλοφορώ, ονομάζω 3. σύρω… …   Dictionary of Greek

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • προεκφοιτώ — άω, Α 1. βγαίνω έξω από το σπίτι συχνά προηγουμένως 2. διαδίδομαι, γνωστοποιούμαι προηγουμένως 3. ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω το μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκφοιτῶ «βγαίνω έξω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”